Τι είναι η ουροστομία;
Η ουροστομία είναι μια μορφή στομίας στην οποία τα ούρα αποβάλλονται μέσω ενός τεχνητά δημιουργημένου ανοίγματος στην επιφάνεια της κοιλιάς. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται όταν υπάρχει αδυναμία αποβολής των ούρων μέσω της φυσιολογικής οδού.
Ποιες είναι οι αιτίες;
Πρέπει να εφαρμόζεται ουροστομία εάν δεν είναι δυνατή η κανονική εκτροπή των ούρων. Αυτό μπορεί να έχει διαφορετικές αιτίες, όπως:
• καλοήθεις και κακοήθεις όγκοι της ουροδόχου κύστης ( καρκίνος της ουροδόχου κύστης )
• Στενώσεις της ουροφόρου οδού
• Τραυματισμός μετά από ατύχημα ή χειρουργική επέμβαση
• συγγενής ή επίκτητη νευρική βλάβη
• ανωμαλίες
• Συνέπειες της ακτινοθεραπείας
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ουροστομίας. Η αποβολή των ούρων μπορεί να γίνει είτε μέσω στομίας που δημιουργείται από τους ουρητήρες κατ΄ ευθείαν στην επιφάνεια της κοιλιάς, είτε με την χρήση ενός τμήματος του ειλεού του οποίου η μία άκρη δημιουργεί την στομία κα στην άλλη οδηγούνται οι ουρητήρες, είτε με την «σύνδεση» της ουροδόχου κύστης μέσω ενός τμήματος του εντέρου με την επιφάνεια της κοιλιάς, είτε με την δημιουργία ενὀς «σάκου» που αντικαθιστά την ουροδόχο κυστη, όπου οδηγούνται οι ουρητήρες.
Στις δύο πρώτες περιπτώσεις τα ούρα αποβάλλονται κατ΄ευθείαν από την στομία σε σάκο που εφαρμόζεται στο δέρμα, ενώ στις άλλες δύο μέσω καθετήρα.
1. Στον πρώτο τύπο ουροστομίας, οι ουρητήρες συνδέονται απευθείας με το δέρμα και τα ούρα μπορούν να ρέουν προς τα έξω. Ανάλογα με τις ανατομικές συνθήκες, είτε και οι δύο ουρητήρες οδηγούνται ξεχωριστά μέσω ενός ανοίγματος στο κοιλιακό τοίχωμα ή ο βραχύτερος ουρητήρας συνδέεται χειρουργικά στην κοιλιακή κοιλότητα με τον μακρύτερο ουρητήρα, ο οποίος στη συνέχεια οδηγείται στην επιφάνεια της κοιλιάς και αποστραγγίζει τα ούρα. Επειδή η στομία αυτή έχει την τάση να στενεύει, χρησιμοποιείται ένας λεπτός καθετήρας ώστε να κρατά την στομία ανοικτή. Στην στομία εφαρμόζεται αυτοκόλλητος σάκος για την συλλογή των ούρων. Ο καθετήρας πρέπει να αλλάζεται τακτικά από ουρολόγο.
2. Στον δεύτερο τύπο στομίας συνδέεται ένα εντερικό κομμάτι με τους ουρητήρες. Ανάλογα με το τμήμα του εντέρου που χρησιμοποιείται, γίνεται διάκριση μεταξύ ενός αγωγού ειλεού και ενός παχέος εντέρου. Το πρώτο είναι ένα τμήμα του ειλεού μήκους 12 έως 15 εκατοστών, που διαχωρίζεται από το υπόλοιπο έντερο. Το ένα άκρο αυτού του εντερικού τεμαχίου είναι κλειστό. Το άλλο άκρο συνδέεται με ένα τεχνητά δημιουργούμενο άνοιγμα (στομία) στην επιφάνεια της κοιλιάς. Τα ούρα ρέουν συνεχώς διαμέσου των ουρητήρων και της στομίας και αποβάλλονται σε ειδικό σάκο ο οποίος τοποθετείται στο σημείο της στομίας.